- σκυλοφάγωμα
- το1. αλληλοσπαραγμός σκύλων.2. έριδα, καβγάς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκυλοφάγωμα — ατος, το, Ν 1. συμπλοκή, αλληλοσπαραγμός σκύλων 2. μτφ. έντονη φιλονικία μεταξύ ανθρώπων, σκυλοκαβγάς … Dictionary of Greek